θρασύγλωσσος

θρασύγλωσσος
θρασύγλωσσος και θρασύγλωττος, -ον (ΑΜ)
ο θρασυγλωσσής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ-* + -γλωσσος < γλώσσα (πρβλ. βραδύ-γλωσσος, πολύ-γλωσσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θρασυ- — πρώτο συνθετικό λέξεων κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής και λίγων τής Μεσαιωνικής και Νέας, το οποίο χαρακτηρίζει το β συνθετικό με τις σημασίες: α) θαρραλέος, τολμηρός, ανδρείος πρβλ. θρασύπονος αρχ. θρασύβουλος, θρασύγυιος, θρασυεργός, θρασύθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • θρασύγλωττος — θρασύγλωττος, ον (Α) βλ. θρασύγλωσσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασύ * + γλωττος < γλώττα, αττ. τ. τού γλώσσα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”